- τημελούχος
- -ον, ΜΑαυτός που φροντίζει και προστατεύει κάποιον, που έχει την επιμέλεια κάποιου («τημελούχοις ἀγγέλοις, κἄν ἐκ μοιχείας ὦσι, τὰ ἀποτικτόμενα παραδίδοσθαι παρειλήφαμεν», Μεθόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τημελής + -οῦχος* (< ἔχω)].
Dictionary of Greek. 2013.